- μανόστημος
- μᾰνό-στημος, ον, ([etym.] στήμων)A open in warp and weft, gossamer,
πέπλοι A.Fr.297
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πέπλοι A.Fr.297
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μανόστημος — μανόστημος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτό στημόνι, ο λεπτά υφασμένος («μανόστημοι πέπλοι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μανός «αραιός» + στημος (< στήμων), πρβλ. αραιόστημος, πολύ στημος] … Dictionary of Greek
μανοστήμοις — μανόστημος open in warp and weft masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)